Γράφει ο Μίμης Β. Χριστοφιλάκης
Στη Μάνη υπήρχε το έθιμο της λιτανείας την Δευτέρα του Πάσχα. Αρχή του θεωρείται, το Πάσχα του 1770. Ο Τούρκος Πασάς διοικητής του Μοριά στην Τριπολιτσά , μετά την αποτυχούσα επανάσταση του 1769 [Ορλωφικά], προσπάθησε με παντοίους τρόπους και ταξίματα να πείσει την ισχυρή οικογένεια την Γρηγοράκηδων , όπως αναλάβει την ηγεμονία της Μάνης, το μπεηλίκι.
Οι Γρηγοράκηδες δεν δέχτηκαν, δεν θέλανε συνεργασία και οι Τούρκοι πρότειναν πλέον ως Μπέη της Μάνης τον Τζανέτο Κουτήφαρη, ο οποίος είναι και ο πρώτος. Μετά την λύση αυτή ,ο Πασάς ήρθε στον Μιστρά και με διάφορα δώρα που έστειλε και γαλιφιές , ζήτησε την φιλία των Γρηγοράκηδων και πρότεινε να συζητήσει με ένα από τα μέλη της. Η πρόταση έγινε δεκτή και ο Έξαρχος Γρηγοράκης με συνοδεία μερικών συγγενών του, πήγε στο Μιστρά. Έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές και περιποιήσεις και συνάμα ο Βεζύρης τον παρακάλεσε να επισκεφτούν την έδρα του, την Τριπολιτσά. Πήγαν και κει τους ανασκολόπησαν όλους. Το φρικτό άτιμο αυτό έγκλημα το μάθανε οι Μανιάτες, στο Σκουτάρι. Τους θρήνησαν , τους μοιρολόγησαν όπως τους έπρεπε. Και δεν άργησαν να εκδικηθούν.
Την Δευτέρα του Πάσχα του 1770, ξεκίνησαν από το Σκουτάρι, με τις εικόνες και τα λάβαρα τους την λιτανεία, δύό τρεις χιλιάδες Μανιάτες και προχώρησαν με μπροστά αλαλιασμένους παπάδες, προς το γειτονικό φρούριο του Πασαβά που το κρατούσαν 700 Τούρκοι με τις οικογένειες τους. Επέπεσαν μανιωδώς, κυριεύσανε το φρούριο και τους κατάσφαξαν όλους. Επέκτειναν από τότε τα όρια της Μάνης μέχρι την θέση Κακοσκάλι [ ανατολικά κοντά στα Τρίνησα] και ουδέποτε από εκεί οι Τούρκοι έκαναν βήμα προς τα μέσα. Έτσι εκδικήθηκαν την άτιμη δολοφονία του Έξαρχου Γρηγοράκη.
Μετά η λιτανεία την Δευτέρα του Πάσχα έγινε έθιμο, στο οποίο πάντα είχαμε και φασαρίες για τους σταυρούς. Λέει ο στίχος του μοιρολογιού-τραγουδιού- “Θέ μου, να βρέχει την Λαμπρή κι όλη τη νιά Δευτέρα να μην αλλάξουν οι λυγερές κι αλαλλιαστούν παπάδες κι αρματωθεί η Μανιατουριά και πάει στη λιτανεία.” Σκοτωνόντουσαν στη λιτανεία Ο επίσκοπος Γυθείου Ιωσήφ σε εγκύκλιο του στις 6 Μαίου 1863 γράφει: ‘’ …αλλ’ επειδή αι λιτανείαι αύται δεν γίνονται και ως πρέπει παρ’ αυτών [των Μανιατών], ει μη πολύ ατάκτως και μάλλον θεομπαικτικώς, ως γίνονται ,και μόνον δια τα συμφέροντα των ιερέων και των βαστώντων τους Σταυρούς, διότι εν ω περιφέρονται εις τας οικίας, συνηθίζουσιν αι οικογένειαι να κρεμώσι κουλούρια εις τους Σταυρούς.
Τμήμα των τοίχων του θρυλικού “Πασαβα” κοντά στο Γύθειο. Δεν άντεξε την δίκαιη οργή των Μανιατων
Και επειδή , ως φιλονικούντων τινών και περί του τίνος τότε θα λάβωσι κατά προτίμησιν και να βαστώσι εν τη λιτανεία ταύτη τους Σταυρούς, συμβαίνουσιν μεταξύ αυτών ενίοτε και φόνοι. Δια ταύτα εγώ ενόμισα καλόν εφέτος να εκδώσω διαταγήν εις τους Εφημερίους όλων των χωριών της επισκοπής μου ίνα παύση του λοιπού κατά την ρηθείσαν ημέραν η λιτανεία..’’ Ουδείς υπάκουσε στην διαταγή του Δεσπότη, ούτε οι ιερείς. Η επιμοστο έθιμο ήταν πολύ μεγάλη. Χαρακτηριστικά και στην πολιορκία της Μονεμβασιάς τον Απρίλιο του 1821, συνέβηκε το εξής.
Οι Μανιάτες ήθελαν να φύγουν το Πάσχα , να πάνε στα χωρία τους , να πάρουν μέρος και στην λιτανεία και να επιστρέψουν μετά στην πολιορκία. Να διακόψουν να σκοτώνουν Τούρκους και να πάνε να σκοτωθούν μεταξύ τους.Υπάρχει ένα ιστορικό ποίημα η ‘’Λάκαινα’’ που το περιγράφει, ‘’ εν τούτοις επλησίασε το Πάσχα το μεγάλο και όλον το στρατόπεδον εφαίνετο ως πάλλον.
Διότι όλος ο στρατός των Μανιατών απήτει να επανέλθει έκαστος στα ίδια του εζήτει. Εκ τούτου και αναχωρούν δια να το εορτάσουν το Πάσχα εις τους οίκους των, αλλά θα καταφθάσουν εντός τεσσάρων ημερών ενταύθα ομοφώνως και μένουν εις τας θέσεις των ως πρότερον, συμφώνως.’’ Πήγαν πήραν μέρος και στην λιτανεία , τσακώθηκαν ποιος θα κρατάει το σταυρό για να παίρνει και τα κουλούρια, γύρισαν στην πολιορκία της Μονεμβασίας και ενδεχομένως σκοτώθηκαν. Αθάνατη πατρίδα. Μ’αυτούς έγινε το 21 , με τα κάτω τους και τα πάνω τους
Η μανιάτικη λαογραφία διέσωσε στην μνήμη τον γδικιωμό του Έξαρχου με το παράτω μοιρολόι:
Μοιρολόι
Τ’ αγροίκησε η Μανιατουριά και ξεσηκώθη στα άρματα
άντρες, γυναίκες και παιδιά πάσι(=πηγαίνουν) στα Ληγοριάνικα.
Ολούθ’ εξεκινήσασι με πόνους κι αναστεναγμούς
και με κουλούιρια στην ποϊδιά και με αυγά στην ζουναϊριά.()
Ακούει η Μάνα τι(ς) βουές, (β)λέπει και τι(ς) παρηγοριές,
και κάνει πέτρα την (γ)καρδιά και βγαίνει όξου και μιλά:
-Μανιάτες και Μανιάτιζες στον Έξαρχο δεν μοιάζουσι
παρηγοριές και κλάματα και βαριαναστενά(γ)ματα.
Δεν πάν’ κουλούρια στην ποϊδιά, ούτε αυγά στην ζουναριά,
μόνο του μοιάζει δίκιωμα, ντελέγκου και ογλήγορα.
Και ο Μανιάτικος λαός έκαμε όρκο στο Θεό,
ξεκίνησε με τον Σταυρό να κυριεύσει τον οχτρό.
Τράβηξε για τον Πασσαβά που ’ταν οι Τούρκοι κι ο Αγάς
και ρίχτηκε με τα σπαϊθιά κι έκαμε δίκια κι άδικα.
Το κάστρο ξαρματώθηκε κι ο Έξαρχος δικιώθηκε
με χίλια τούρκικα κορμιά τον δίκιωσε η Μανιατουριά…”(*)